- χνότο
- το1. η απόπνοια, η οσμή του στόματος.2. φρ., «Δεν ταιριάζουν τα χνότα μας», δε συμφωνούμε μεταξύ μας, έχουμε διαφορετικές αντιλήψεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χνότο — και παλ. τ. χνώτο, το, Ν 1. η απόπνοια τού στόματος («γιατί τα χνώτα μου βρωμούν σαν τής ταφής το χώμα», Γρυπ.) 2. φρ. «δεν ταιριάζουν τα χνότα μας» έχουμε διαφορετικές αντιλήψεις ή συνήθειες. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά μία άποψη, έχει προέλθει από τη λ … Dictionary of Greek
βρομόχνοτος — η, ο εκείνος του οποίου βρομάει το χνότο … Dictionary of Greek
κακόχνοτος — κακόχνοτος, ον (Μ) αυτός που τα χνότα του μυρίζουν άσχημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + χνότο] … Dictionary of Greek
μονόχνοτος — η, ο αυτός που δεν τού αρέσει να συναναστρέφεται άλλους, αυτός που θέλει να ζει μόνος, ακοινώνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + χνότο,] … Dictionary of Greek
χνοτίζω — και παλ. τ. χνωτίζω Ν [χνότο] υγραίνω μια επιφάνεια με χνότα … Dictionary of Greek
χνοτίλα — και παλ. τ. χνωτίλα, η, Ν η απόπνοια τού στόματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χνότο + κατάλ. ίλα (πρβλ. ψαρ ίλα)] … Dictionary of Greek
χνώτο — το, Ν (παλ. τ.) βλ. χνότο … Dictionary of Greek